- καταδολεσχῶ
- καταδολεσχέωchatter atpres subj act 1st sg (attic epic doric)καταδολεσχέωchatter atpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδολεσχώ — καταδολεσχῶ, έω (Α) γίνομαι ενοχλητικός σε κάποιον με τη φλυαρία μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀδολεσχῶ «φλυαρώ»] … Dictionary of Greek